- προμηθίᾳ
- προμηθίαι , προμήθειαforesightfem nom/voc pl (attic ionic)προμηθίᾱͅ , προμήθειαforesightfem dat sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμηθία — προμηθίᾱ , προμήθεια foresight fem nom/voc/acc dual (attic ionic) προμηθίᾱ , προμήθεια foresight fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθία — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. προμήθεια … Dictionary of Greek
Καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. — καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. См. Все можно, только осторожно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
προμηθίας — προμηθίᾱς , προμήθεια foresight fem acc pl (attic ionic) προμηθίᾱς , προμήθεια foresight fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθίαν — προμηθίᾱν , προμήθεια foresight fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
все можно, только осторожно — Ср. Осторожа (дороже) лучше воро/жи Ср. Тисни, тисни! есть возможность А потом дрожи суда!.. Осторожность, осторожность, Осторожность, господа! Некрасов. Песни о свободном слове. Осторожность. Ср. Осторожность мать безопасности. Гр. П.И. Панин.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Все можно, только осторожно — Все можно, только осторожно. Ср. Осторожа (дороже) лучше ворожи. Ср. Тисни, тисни! есть возможность А потомъ дрожи суда!... Осторожность, осторожность, Осторожность, господа! Некрасовъ. Пѣсни о свободномъ словѣ. Осторожность. Ср. Осторожность… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
προβουλία — ἡ, Α [πρόβουλος] πρόβλεψη, πρόνοια, προμηθία* … Dictionary of Greek
προμήθεια — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Προμηθέα. Ήταν πανάρχαιη ετήσια γιορτή στη διάρκεια της οποίας γινόταν και λαμπαδηφορία. Κατά τον Παυσανία, η λαμπαδηφορία είχε αφετηρία τον βωμό του Προμηθέα στην Ακαδημεία και τέρμα της την Ακρόπολη. * * … Dictionary of Greek
προμήθειος — εία, ον, και προμήθειος, ον, Α [Προμηθεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Προμηθέα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Προμήθεια ή Προμήθια ονομασία γιορτής που τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν τού Προμηθέα, κατά τη διάρκεια τής οποίας… … Dictionary of Greek